Πέμπτη 17 Φεβρουαρίου 2011

Φέτος η Περιβαλλοντική μας Ομάδα ασχολείται με το θέμα "Παρθενώνες του Ελληνισμού"



                Mητέρα μας πολύπαθη, ω αθάνατη,                                    Kαι του Σλάβου το διάβα αντιλαλούμενο
                δεν είναι μόνο σου στολίδι οι Παρθενώνες·                         στ' όνομα που μας έρχεται στο στόμα
                του συντριμμού σου τα σπαθιά στα κάμανε                           -με το γάλα της μάννας που βυζάξαμε-
                φυλαχτά και στεφάνια σου οι αιώνες.                                  σαν ξένη ανθοβολιά στο ντόπιο χώμα, 

                Kαι οι πέτρες που τις έστησε στο χώμα σου                        Όλα ένα νύφης φόρεμα σου υφαίνουνε,
                το νικηφόρο χέρι του Pωμαίου,                                          σου πρέπουνε, ω βασίλισσα, σα στέμμα,
                κ' η σταυροθόλωτη εκκλησιά από το Bυζάντιο,                     στην ομορφάδα σου ομορφιά απιθώσανε
                στον τόπο του πολύστυλου ναού του αρχαίου,                      κ' είναι σα σπλάχνα απ' το δικό σου το αίμα.

                Kι αυτό το κάστρο που μουγγρίζει μέσα του                        Ω τίμια φυλαχτά, στολίδια αταίριαστα,
                της Bενετιάς ακόμη το λιοντάρι,                                       ω διαβατάρικα, από σας πλάθετ' αιώνια,
                κι ο μιναρές που στέκει, της ολόμαυρης                             κόσμος από παλιά κοσμοσυντρίμματα,
                και της πικρότατης σκλαβιάς απομεινάρι,                           η νέα τρανή Πατρίδα η παναρμόνια!

                                                                         Κωστής Παλαμάς

ΜΙΧΑΗΛ ΑΓΓΕΛΟΣ


ΜΙΧΑΗΛ ΑΓΓΕΛΟΣ
6 ΜΑΡΤΙΟΥ 1475-18 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1564.
ΓΛΥΠΤΗΣ, ΖΩΓΡΑΦΟΣ, ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΑΣ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗΣ

Ο Μιχαήλ Άγγελος γεννήθηκε στο Καπρέζε της Ιταλίας όπου λέγεται προς τιμή του Καπρέζε Μικελάντζελο. Η οικογένεια Μπουοναρότι είχε καταγωγή από παλαιά φλορεντική οικογένεια και μέλη της είχαν σημαντικά αξιώματα. Ο Μιχαήλ Άγγελος είχε άλλα τέσσερα αδέρφια. Η μητέρα του πέθανε το 1481 κατά τη γέννα του τελευταίου παιδιού. Αργότερα, ο πατέρας του εμπιστεύτηκε την ανατροφή του σε μια παραμάνα. Το 1487, έμεινε στο εργαστήριο του Γκιρλαντάγιο για 3 χρόνια, όπου ολοκλήρωσε δύο ανάγλυφα, την Παναγία της Σκάλας[1490-1492] και την Μάχη των Κενταύρων[1491-1492]. Κάποια στιγμή ο Μιχαήλ Άγγελος, φιλοξενήθηκε στο μοναστήρι του Σάντο Σπίριτο, όπου του δόθηκε η δυνατότητα να αποκτήσει γνώσεις ανατομίας. Σε ανταπόδοση της φιλοξενίας δώρισε στο μοναστήρι το ξυλόγλυπτο Εσταυρωμένο[1493]. Στην ίδια χρονική περίοδο, ανήκει το πρώτο ίσως και σημαντικότερο γλυπτό του, ο Ηρακλης.

Στη Ρώμη, ο Μικελάντζελο φιλοτέχνησε ένα Βάκχο μετά από παραγγελία του Ριάριο[Καρδινάλιος που του είχε πουληθεί παλαιότερο έργο], ενώ αργότερα ανέλαβε την δημιουργία της Πιέτα[αποκαθήλωση] του Βατικανού, στην Βασιλική του Αγίου Πέτρου, έργο που απεικονίζει την Παναγία να κρατά στα χέρια της, το σώμα του Χριστού, μετά την Σταύρωση. Η Πιέτα συνέλαβε καθοριστικά στην καταξίωσή του, ενώ αποτελεί και το μοναδικό έργο που φέρει την υπογραφή του Μικελάντζελο, ο οποίος φρόντισε να χαράξει τις λέξεις: MICHEL ANGELUS BONAROTUS FLORENT FACIBAT. Αφού έζησε 5 χρόνια στην Ρώμη, επέστρεψε στην Φλωρεντία, όπου χάρη στη φήμη που είχε αποκτήσει στη Ρώμη, ανέλαβε πολλές παραγγελίες έργων. Μεταξύ αυτών, ξεχωρίζει η ανάθεση του Δαβίδ για τον καθεδρικό ναό της Φλωρεντίας, ενός μαρμάρινου γλυπτού μεγάλων διαστάσεων. Το έργο ολοκληρώθηκε το 1504. Αποτέλεσε παράλληλα σύμβολο της νέας Φλωρεντιανής δημοκρατίας με αποτέλεσμα να τοποθετηθεί στην Πιάτσα ντέλα Σινιορία μπροστά από το Παλάτσο Βέκιο
Το 1505, ο Μιχαήλ Άγγελος επέστρεψε στη Ρώμη μετά από πρόσκληση του νέου Πάπα Ιούλιου Β΄, ο οποίος του ανέθεσε τη δημιουργία ενός επιβλητικού μαυσωλείου, το οποίο έμεινε ημιτελές. Μια από τις πολλές παραγγελίες που είχε, κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας του μαυσωλείου, αφορούσε την διακόσμηση του θόλου του Παπικού Παρεκκλησίου (Καπέλα Σιξτίνα), με νωπογραφίες των Δώδεκα Αποστόλων. Ο Μιχαήλ Άγγελος δημιούργησε, σε ένα διάστημα 4 ετών[1508-1512] περισσότερες από 300 βιβλικές φιγούρες και άλλες θρησκευτικές παραστάσεις όπως σκηνές από τη Γένεση, την ιστορία του Νώε ή την Δευτέρα Παρουσία. Η απεικόνιση των θεμάτων προέρχονταν από την αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή παράδοση. Επειδή ο θόλος ήταν πολύ ψηλά, ζωγράφισε τις φιγούρες παραμορφωμένες, ώστε ο θεατής που ήταν από κάτω να τις έβλεπε κανονικά. Στις αρχές του 1513, ο Λέων Ι΄, του ανέθεσε την ανακατασκευή της πρόσοψης της εκκλησίας του Σαν Λορέντσο, στη Φλωρεντία. Εργάστηκε για 3 χρόνια, αλλά ο Πάπας απέρριψε το σχέδιο. Ανέλαβε την ανέγερση ενός νέου σκευοφυλακίου για την ίδια εκκλησία, με σκοπό να περιέχει τους τάφους του Λορέντσο του Μεγαλοπρεπή, του αδελφού του Τζουλιάνο, καθώς και των ομώνυμων πρόωρα χαμένων δουκών. Αν και το έργο έμεινε ημιτελές αποτελεί σημαντικό δείγμα της συνύπαρξης της αρχιτεκτονικής με τη γλυπτική, σύμφωνα με το καλλιτεχνικό όραμα του Μιχαήλ Άγγελου.
Το 1530 επισκέφτηκε τη Ρώμη πραγματοποιώντας τη προσπάθεια να ολοκληρώσει τον τάφο του Ιούλιου Β΄. Οι εργασίες αυτές διακόπηκαν[1534-1541], όταν ανέλαβε να ζωγραφίσει την Δευτέρα Παρουσία στην Καπέλα Σιξτίνα. Στα τελευταία χρόνια της εξουσίας του Πάπα Παύλου Γ΄, ανέλαβε μια σειρά από αρχιτεκτονικά έργα, που αφορούσαν την αναμόρφωση της πλατείας του Καπιτωλίου και το Παλάτσο Φαρνέζε. Το 1546. διορίστηκε υπεύθυνος αρχιτέκτονας για την ολοκλήρωση της κατασκευής της Βασιλικής του Αγίου Πέτρου, όπου ο Μιχαήλ Άγγελος σχεδίασε το θόλο της, η κατασκευή του οποίου ολοκληρώθηκε πριν τον θάνατό του. Πέθανε στις 18 Φεβρουαρίου του 1564. Διατύπωσε τη διαθήκη του λέγοντας πως αφήνει: «την ψυχή και του στο Θεό, το σώμα του στη γη και τα υλικά αγαθά στους πιο κοντινούς συγγενείς». Η σορός του εναποτέθηκε σε μια σαρκοφάγο στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων στη Ρώμη, αλλά ο ανιψιός του, ενορχήστρωσε την κλοπή της, μεταφέροντας το λείψανο στην Βασιλική του Αγίου Σταυρού[Santa Croce] της Φλωρεντίας, εκπληρώνοντας σχετική επιθυμία του ίδιου.



ΡΩΜΗ

Η Ρώμη είναι η πρωτεύουσα της Ιταλίας, πρωτεύουσα της περιφέρειας του Λάτιου, της ομώνυμης επαρχίας και μία από τις ιστορικότερες πόλεις της Ευρώπης. Είναι ο πολυπληθέστερος δήμος της Ιταλίας με 2.705.603 κατοίκους (2006). Η ευρύτερη μητροπολιτική περιοχή έχει πληθυσμό περίπου 3.700.000 κατοίκους καθιστώντας την τον μεγαλύτερο δήμο της Ιταλίας. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο κατατάσσεται τέταρτη σε πληθυσμό μετά το Λονδίνο, το Βερολίνο και τη Μαδρίτη. Η Ρώμη βρίσκεται στην κεντρική Ιταλία, στην περιφέρεια Λάτσιο, και διατρέχεται από τον ποταμό Τίβερη. Η ιστορική πόλη είναι κτισμένη ανατολικά του ποταμού πάνω σε επτά λόφους. Οι λόφοι αυτοί είναι: ο Παλατίνος, ο Κυρηνάλιος, ο Καπιτωλίνος, ο Βιμινάλιος, ο Εσκυλίνος, ο Κέλιος και ο Αβεντίνος. Το κέντρο απέχει περίπου 24 χιλιόμετρα από τη θάλασσα, αλλά η αστική περιοχή φτάνει μέχρι τις ακτές στο Τυρρηνικό πέλαγος.
Σύμφωνα με τη μυθολογία ο Ρωμύλος θεμελίωσε τη Ρώμη στον Παλατίνο Λόφο στις 21 Απριλίου 753 π.Χ.. Στη συνέχεια σκότωσε το δίδυμο αδελφό του Ρώμο και έγινε ο πρώτος βασιλιάς της. Άλλος μύθος θέλει τον ευγενή Αινεία από τη Τροία, ο οποίος έφυγε όταν καταστράφηκε η Τροία στον Τρωικό πόλεμο, να είναι ιδρυτής της Ρώμης αλλά αυτός ο μύθος επινοήθηκε από τους Ρωμαίους συγκλητικούς όταν η Ρώμη έγινε αυτοκρατορία και ήθελαν να είναι μια πολιτική συνέχεια μιας άλλης μεγάλης πόλης. Αρχαιολογικά ευρήματα επιβεβαιώνουν την ύπαρξη οικισμών στην περιοχή ήδη από τον 8ο αιώνα π.Χ.
Η Ρώμη ήταν η πρωτεύουσα διαδοχικά στο Ρωμαϊκό Βασίλειο, τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία και τελικά τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Στην ακμή της η επιρροή της επεκτεινόταν σχεδόν σε όλη την Ευρώπη και τις ακτές της Μεσογείου, ενώ ο πληθυσμός της υπολογίζεται ότι ξεπέρασε το ένα εκατομμύριο.

ΒΑΤΙΚΑΝΟ
 

Το Βατικανό είναι ανεξάρτητο κρατίδιο, δυτικά της Ρώμης στην Ιταλία και αποτελεί συνέχεια του εκκλησιαστικού (ή και παπικού) κράτους του Μεσαίωνα. Ιδρύθηκε στις 11 Φεβρουαρίου του 1929 με τη συνθήκη του Λατερανού. Χαρακτηρίζεται ως το μικρότερο ανεξάρτητο κρατίδιο, ως προς την έκταση του (0,44 τετρ. χλμ.) και τον πληθυσμό του (σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2009 αριθμεί 826 ανθρώπους. Στο Βατικανό εδρεύει η Αγία Έδρα που αποτελεί το πνευματικό και διοικητικό κέντρο της Καθολικής Εκκλησίας. Πόλη Βατικανού - επίσημα αναφερόμενη ως κράτος της πόλης του Βατικανού - (Λατινικά: Status Civitatis Vaticanæ) είναι στη σύγχρονη εποχή η έδρα των Παπών. Αρχηγός του κράτους είναι ο Πάπας και επικεφαλής της κυβέρνησης ο Γραμματέας του κράτους, υπάρχει επίσης και ο Κυβερνήτης της πόλης του Βατικανού. Η διακυβέρνηση της Αγίας Έδρας είναι διαφορετική, αποτελούμενη από τη Ρωμαϊκή κουρία και από τα μέλη του Κολλεγίου των καρδιναλίων. Οι επικεφαλής της κυβέρνησης είναι ταυτόχρονα μέλη της ρωμαϊκής κουρίας. Η πόλη πήρε το όνομά της από τον Mons Vaticanus, γνωστό επίσης ως Λόφο του Βατικανού. Η τελευταία εκλογή Πάπα έλαβε χώρα στις 19 Απριλίου του 2005.

Γεωγραφία
Η πόλη του Βατικανού, ένα από τα ευρωπαϊκά κρατίδια, είναι τοποθετημένη στο Λόφο του Βατικανού στο βορειοδυτικό μέρος της Ρώμης, δυτικά του ποταμού Τίβερη. Τα σύνορά της (3.2χλμ. συνολικά, όλα με την Ιταλία) ακολουθούν περιμετρικά τα τείχη της πόλης, κατασκευασμένα για να προστατεύουν τον παπά από εξωτερική επίθεση. Η κατάσταση είναι πιό σύνθετη στη διάσημη πλατεία του Αγίου Πέτρου μπροστά από την ομώνυμη Βασιλική, όπου το ακριβές σύνορο είναι η μέση της στρογγυλής περιοχής που περιβάλλεται από τις στήλες του Μπερνίνι. Είναι το μικρότερο κυρίαρχο κράτος στον κόσμο με επιφάνεια 0,44 τ.χλμ. (108,7 στρέμματα). Το κλίμα του είναι φυσικά το ίδιο με της Ρώμης' εύκρατο, μεσογειακό κλίμα με τους ήπιους, βροχερούς χειμώνες από το Σεπτέμβριο μέχρι τα μέσα Μαΐου και τα καυτά, ξηρά καλοκαίρια από το Μάιο μέχρι το Σεπτέμβριο.

Η μοναδική, μη εμπορική οικονομία της Πόλης του Βατικανού υποστηρίζεται από τις συνεισφορές των ρωμαιοκαθολικών όλης της υφηλίου (γνωστές ως "Οβολός του Πέτρου"), την πώληση γραμματοσήμων και αναμνηστικών, τα αντίτιμα εισόδων στα μουσεία και την πώληση εκκλησιαστικών δημοσιεύμάτων. Το Βατικανό έχει ανεξάρτητο οικονομικό σύστημα και τις τράπεζές του. Τα εισοδήματα των εργαζομένων είναι αρκετά καλύτερα από τα αντίστοιχα αυτών που εργάζονται στην πόλη της Ρώμης. Το βιοτικό επίπεδο είναι διαφορετικό, τουλάχιστον στα δημόσια στοιχεία του, λόγω του ιδιαίτερα συγκρατημένου τρόπου ζωής που απαιτείται.

Προϋπολογισμός:
Εισοδήματα (2003): 252 εκατομμύρια δολάρια
Δαπάνες (2003): 264 εκατομμύρια δολάρια.
Βιομηχανίες: εκτύπωση και παραγωγή μωσαϊκών και στολών προσωπικού, παγκόσμιες τραπεζικές εργασίες και οικονομικές επενδύσεις.

 
Ιστορία: Το σημερινό Βατικανό, είναι ένα απομεινάρι των Μεσαιωνικών Παπικών κρατών που έχει διατηρηθεί εώς σήμερα για τυπικούς λόγους.






ΚΑΠΕΛΑ ΣΙΣΤΙΝΑ


Η Καπέλα Σιξτίνα ή Καπέλα Σιστίνα (ιτ.: Cappella Sistina) είναι ένα παρεκκλήσι του Αποστολικού Μεγάρου, της επίσημης κατοικίας του Πάπα, στην πόλη του Βατικανού. Αναγέρθηκε από τον Πάπα Σίξτο Δ΄ (ή Σίστο Δ΄) εκ του οποίου οφείλεται και το όνομα αυτού. Η φήμη του όμως βασίζεται στην αρχιτεκτονική του, η οποία ακολουθεί το Ναό της Παλαιάς Διαθήκης, και ιδιαίτερα για το διάκοσμό του. Είναι ζωγραφισμένο εξ ολοκλήρου με τοιχογραφίες μεγάλων καλλιτεχνών της Αναγέννησης, μεταξύ των οποίων ο Μιχαήλ Άγγελος, ο οποίος φιλοτέχνησε την θρυλική οροφή του. Η Καπέλα Σιστίνα είναι ο χώρος όπου τελούνται θρησκευτικές διοικητικές δρατηριότητες, και κυρίως το κονκλάβιο, βάσει του οποίου εκλέγεται νέος Πάπας.

Η διάσημη λεπτομέρεια της οροφής

Η ΠΛΑΤΕΙΑ ΑΓΙΟΥ ΠΕΤΡΟΥ


Η πλατεία του Αγίου Πέτρου από την πρόσοψη της βασιλικής Ακριβώς μπροστά από την επιβλητική πρόσοψη της βασιλικής, απλώνεται η πλατεία του Αγίου Πέτρου, η οποία πλαισιώνεται από τους δύο ημικυκλικούς βραχίονες της βασιλικής. Τη δημιουργία της την οφείλουμε στον Ιταλό αρχιτέκτονα και γλύπτη Μπερνίνι. Η κατασκευή της ξεκίνησε το 1655 και ολοκληρώθηκε το 1667. Έχει μέγιστο πλάτος 240 μέτρων, ενώ το μέγιστο μήκος της φτάνει τα 340 μέτρα. Οι ελλειπτικές κιονοστοιχίες που πλαισιώνουν την πλατεία αποτελούνται από συνολικά 284 κίονες σε δωρικό ρυθμό, ο καθένας 15 μέτρα ψηλός.

Στο κέντρο της πλατείας ορθώνεται ένας 25 μέτρα ψηλός οβελίσκος, που προέρχεται από το τσίρκο του Νέρωνα, στο οποίο μαρτύρησε ο Απόστολος Πέτρος. Λέγεται ότι στη βάση του οβελίσκου υπάρχει στάχτη του Καίσαρα, ενώ στην κορυφή του λέγεται ότι βρίσκονται κομμάτια από τον Τίμιο Σταυρό. Ο οβελίσκος ζυγίζει 322 τόνους.





ΤΕΙΧΗ ΒΑΤΙΚΑΝΟΥ
Το Βατικανό περιβάλλεται από τα μεσαιωνικά και αναγεννησιακά τείχη, με την είσοδο στην πόλη να είναι δυνατή τόσο από την Ρiazza San Ρetro όσο και από δύο εκ των πέντε συνολικά πυλών, οι οποίες παραμένουν ανοιχτές. Αυτές είναι η Αrco delle Campane (Αψίδα των Καμπανών) η οποία βρίσκεται στην πρόσοψη της βασιλικής του Αγίου Πέτρου και η είσοδος των βορείων τειχών προς τα μουσεία του Βατικανού. 


Επιμέλεια: Χρηστίδου Μυρσίνη, Φραντζής Δημήτρης

 

Η ΓΛΩΣΣΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΩ ΙΤΑΛΙΑ

Η ΓΛΩΣΣΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΩ ΙΤΑΛΙΑ

I glossama en ecchi na petheni H γλώσσα μου δεν αξίζει να πεθάνει.
O pappumma viata mu leghi Ο παππούς μου πάντα μου λέγει
ti sta keru dicatu ότι στους καιρούς τούς δικούς του
ti glossa ti eplatega η γλώσσα που μιλούσαν
ito viata to grecu. ήτο πάντα ελληνική.
Ce arte, lego ego: και αμέσως), λέγω εγώ:
iati' i guvernaturi γιατί οι κυβερνώντες
thelusi na chathi θέλουσι να χαθεί
i glossa tu grecani? η γλώσσα του Ελληνα;
Ecini fenonde manacho' ste votazioni Εκείνοι, φαίνονται μονάχοι στις εκλογές
ce ulli crazzondo fili ce cumparidi, και όλοι κράζωνται φίλοι και γνωστοί
κουμπάροι<κόμβος= δεσμός/δέσιμο)
podo' ti tteglionni to bdomadi κι όταν τελειώνει η εβδομάδα
en agronizzu pleo canena. δεν γνωρίζουν πλέον κανέναν.
Afudatema esi cali' christianima Βοηθείστε μας εσείς καλοί μου χριστιανοί
pu iste ode delemmeni που είστε όλοι δουλεμμένοι
na some stili stin addi ghenia να παραδώσουμε στύλη στην άλλη γενιά
ti glossama ce ta pramata to pappumma. τη γλώσσα μας και τα πράγματα του παππού μας.


«Είσαι Γκρίκο; Εμπα στο σπίτι μου να μπει ο ήλιος». Με αυτόν τον τρόπο οι κάτοικοι των ελληνοφώνων
χωριών της Κάτω Ιταλίας, υποδέχονται σήμερα τους Έλληνες. Ταυτόχρονα απευθύνουν μια δραματική
έκκληση προς κάθε αρμόδια Αρχή της μητέρας Ελλάδας, η οποία φαίνεται συχνά να αγνοεί ακόμη και την
ύπαρξή τους. Όμως, οι Γκρεκάνοι φωνάζουν γεμάτοι υπερηφάνεια με όλη τους την ψυχή: «Είμαστε
Γκρέτσοι, γιατί έχομε το ίντιο αίμα τσε την ίδια γκλώσσα». Ποιος έχει δικαίωμα να μείνει αδιάφορος
αντιμετωπίζοντας αυτό το αγωνιώδες μήνυμα;
Λίγα ταξίδια μπορούν πραγματικά να παρουσιάσουν τόσο μεγάλο ενδιαφέρον για τους Έλληνες
ταξιδιώτες, όσο μια περιήγηση στην Κάτω Ιταλία και στη Σικελία, περιοχές οι οποίες αποτέλεσαν, ως
γνωστόν, πεδίο εκπληκτικής αποικιακής δραστηριότητας του αρχαίου ελληνισμού, κυρίως τον 6ο και τον
5ο αιώνα π.Χ. Σε αντίθεση με τους Τούρκους (οι οποίοι με επιμέλεια αποκρύπτουν το ελληνικό παρελθόν
των τουριστικών περιοχών, όπως των παραλίων της Μ. Ασίας) οι Ιταλοί ευτυχώς αποκαλούν ακόμη και
διαφημίζουν την Κάτω Ιταλία και τη Σικελία ως «Μεγάλη Ελλάδα» (Magna Grecia).
Το όνομα αυτό εμφανίσθηκε για πρώτη φορά τον 6ο αιώνα π.Χ. Η μεγάλη άνεση του χώρου της Κάτω
Ιταλίας και της Σικελίας σε σχέση με τη στενότητα του κυρίως ελλαδικού, πιθανώς ήταν η αιτία για το
όνομα. Τότε χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το όνομα «Graeci» για τους Έλληνες και έχει οπωσδήποτε
σχέση με τους Βοιωτούς Γραίους.
Οι απομονωμένοι Έλληνες της Καλαβρίας και της Απουλίας διατήρησαν πολλά στοιχεία της αρχαίας
ελληνικής τους παράδοσης και της γλώσσας τους.
Η ονομασία αυτή οφείλεται όχι μόνο στον πλούτο, την πυκνότητα και την ομορφιά των μνημείων που
δημιούργησαν εκεί οι αρχαίες ελληνικές αποικίες, αλλά και στην πολιτιστική και οικονομική επικράτηση
των Ελλήνων έναντι άλλων πολιτισμών, οι οποίοι άφησαν το στίγμα τους στην περιοχή.
Με εξαίρεση τη Συρία, όπου υπάρχουν αρχαιότητες οκτώ διαφορετικών πολιτισμών, δεν υπάρχει άλλος
τόπος στον κόσμο, ο οποίος να στολίζεται με μνημεία τόσων πολλών και ποικίλων πολιτισμών, οι οποίοι
μάλιστα αλληλοεπηρεάσθηκαν και συγχωνεύθηκαν κατά τον πιο παράδοξο και ταιριαστό τρόπο. Φοίνικες,
Έλληνες, Ρωμαίοι, Άραβες, Νορμανδοί, Γάλλοι, Ισπανοί κ.ά. άφησαν στα μέρη αυτά σπουδαία δείγματα
των πολιτισμών τους και μνημεία που δείχνουν αυτή την αλληλεπίδραση. Κανείς, όμως, από τους
πολιτισμούς αυτούς δεν άφησε ζωντανή μέχρι σήμερα την παράδοση του, εκτός από τον ελληνικό.
Αυτό ισχύει για τις περιοχές της Καλαβρίας και της Απουλίας (Σαλέντο) στην Κάτω Ιταλία, όπου ακόμη
και σήμερα διατηρείται άσβεστο το ελληνικό πνεύμα, μαζί με την ελληνική γλώσσα, η οποία
εξελισσόμενη διαφορετικά μέσα στις συνθήκες της Ιταλίας έδωσε μια άλλη διάλεκτο, τα λεγόμενα
«Γκρεκάνικα» (στην Καλαβρία) ή «Γκρίκο» (στην Απουλία).
Οι απομονωμένοι - για διαφόρους λόγους, οι οποίοι αναλύονται στη συνέχεια - Έλληνες των δύο αυτών
περιοχών διατήρησαν πολλά στοιχεία της αρχαίας ελληνικής τους παράδοσης και της γλώσσας τους, η
οποία μέχρι σήμερα διέσωσε πολλές αρχαίες λέξεις και εκφράσεις. Πρόκειται για μια μοναδική στον
κόσμο όαση αρχαιοελληνικής πολιτισμικής επιβίωσης, μαζί με εκείνη των φυλών Καφίρ στο Αφγανιστάν
και Καλάς στο βόρειο Πακιστάν (στις δύο τελευταίες, όμως, δεν διατηρήθηκε η αρχαιοελληνική
γλώσσα).
Τα ελληνόφωνα χωριά της Καλαβρίας είναι εννέα (Γκαλλιτσανό, Αμεντολέα ή Αμυγδαλέα, Κοντοφούρι,
Ροχούδι, Χωρίο Ροχούδι, Βουνί ή Ροκκαφόρτε ντελ Γκρέκο, Χωρίο Βουνίου, Βούα ή Βονά (Μπόβα) και
Γυαλός του Βούα - Bova Marina ή Φούντακας), αλλά στην ευρύτερη ορεινή περιοχή του βουνού
Ασπρομόντε υπάρχουν αρκετά ακόμη με ελληνικά ονόματα (Βασιλικό, Στύλος, Πενταδάκτυλο,
Καταφόριο, Ιέραξ (Τζεράτσε), Πολύστενα κ.α.)
Σε απόσταση 600 χλμ, στην περιοχή της Απουλίας, (Σαλέντο), νοτίως του Λέτσε (Lecce, το οποίο ήταν
γνωστό ως «Φλωρεντία του Νότου» ή «Αθήνα της Απουλίας») υπάρχουν άλλα εννέα ελληνόφωνα χωριά
(Καλημέρα, Ματάνο, Μαρτινιάνο, Κοριλιάνο ντ’ Ότραντο, Καστρινιάνο ντεϊ Γκρέτσι, Τζολίνο, Σολέτο,
Στερνατία και Μελπινιάνο) με εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά από γεωφυσική και οικονομική
άποψη και με ελάχιστες επαφές και ανταλλαγές με τα χωριά της Καλαβρίας. Το μόνο κοινό
χαρακτηριστικό μεταξύ των δύο περιοχών είναι αυτή η μοναδική και ιδιόρρυθμη γλώσσα, η οποία
επέζησε 27 ολόκληρους αιώνες μέσα από τα τοπωνύμια, τα τραγούδια, τις παραδόσεις και τα έθιμα των
κατοίκων τους.


ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΓΚΡΕΚΑΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ
Ο σύγχρονος γλωσσολόγος ερευνητής Αναστάσιος Καραναστάσης, ο οποίος με εντολή της Ακαδημίας
Αθηνών μελετά επί πολλά χρόνια την γκρεκάνικη διάλεκτο, στηρίζει και ισχυροποιεί τη Θεωρία του Γ.
Χατζιδάκι περί αδιάλειπτης συνέχειας της γλώσσας από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα με μια σειρά
παρατηρήσεων:
1. Η ύπαρξη πολλών σπάνιων αρχαίων λέξεων, κυρίως δωρικών, ανύπαρκτων όμως στη βυζαντινή και
στη νεοελληνική γλώσσα, π.χ. νασίδα = νησίδα, τράφο= τάφρος, αγιολούπο = αιγίλωψ (άγρια βρώμη)
κ.ά.
2. Η διαφορετική προφορά των διπλών συμφώνων, η οποία προέρχεται από τους Δωριείς και δεν
απαντάται στη βυζαντινή ούτε στη νεοελληνική, π.χ. ξίφος > σκίφος, ψαλίς > σπαλίς.
3. Η γλώσσα των ελληνοφώνων διατηρεί σπάνια αρχαία σημασιολογικά στοιχεία, διαφορετικά στη
νεοελληνική, π.χ. το ρήμα σηκώνω δεν έχει τη σημασία του υψώνω (νεοελλ.) αλλά την αρχαία, δηλ.
φυλάσσω σε κλειστό χώρο.
Η γλώσσα, βέβαια, εμπλουτίστηκε κατά τους βυζαντινούς χρόνους με λέξεις του λεξιλογίου της
Εκκλησίας, π.χ. Πασκαλία = Πάσχα, Πιφανεία = Επιφάνεια.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό στοιχείο είναι η ύπαρξη ιδιόρρυθμων μοναδικών λέξεων, π.χ. αγαπησίν =
αγάπη, όστρια = έχθρα κ.ά. Το στοιχείο αυτό προέκυψε από την ανάγκη του εμπλουτισμού της γλώσσας
κατά τη μακροχρόνια απομόνωση των ελληνόφωνων πληθυσμών, κυρίως κατά την περίοδο της
Τουρκοκρατίας.
Τα γκρεκάνικα, όμως, εκτός από τις αρχαιοελληνικές ρίζες τους και τον βυζαντινό εμπλουτισμό
παρουσιάζουν μια εντελώς ιδιαίτερη μορφή εξαιτίας και των λεξιλογικών δανείων τους από την ιταλική
γλώσσα, τα οποία ενσωματώθηκαν αφού ακολούθησαν τους κανόνες της ελληνικής γραμματικής, π.χ. η
ιταλική λέξη bicchiere (ποτήρι) έγινε το μπικέρι, του μπικεριού κλπ.
Έτσι, το ιδίωμα των ελληνοφώνων έχει προσλάβει έναν μελωδικό τόνο, και θυμίζει αμυδρά την κυπριακή
ή την κρητική διάλεκτο.


ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ
Μια ιστορική αναδρομή στις ρίζες των ελληνοφώνων της Κάτω Ιταλίας βοηθά και στη διερεύνηση του
προβλήματος της καταγωγής τους, καθώς και της εξέλιξης της γλώσσας τους. Κατά τον Ηρόδοτο (7, 170)
οι πρώτοι Ελληνες έφθασαν στην Ιταλία από την Κρήτη, ενώ κατά τον Στράβωνα οι πρώτες
εγκαταστάσεις πραγματοποιήθηκαν κατά τον 12ο αιώνα π.Χ. Ο πραγματικός ελληνικός αποικισμός,
ωστόσο, άρχισε τον 8ο και κορυφώθηκε τον 6ο και τον 5ο αιώνα π.Χ.
Οι αποικίες που ιδρύθηκαν στην Κάτω Ιταλία (ο Τάρας, το Ρήγιο, η Κύμη, 1 Ελέα, η Ηράκλεια, η
Ποσειδώνια, η Σύβαρις, ο Κρότων, το Μεταπόντιο κ.ά.) από αποίκους διαφόρων περιοχών της
μητροπολιτικής Ελλάδας ήκμασαν επί αιώνες σε όλους τους τομείς των γραμμάτων, των τεχνών και των
επιστημών.
Το αρχαίο ελληνικό όνομα της σημερινής Καλαβρίας ήταν Ιταλία ή Οινωτρία, ενώ Καλαβρία οι Έλληνες
ονόμαζαν τότε τη σημερινή Απουλία. Στους χρόνους της Ρωμαιοκρατίας, όπως τεκμηριώνεται από
αρχαιολογικές ανασκαφές, έγιναν μετακινήσεις των ελληνικών πληθυσμών από τα παράλια προς την
ενδοχώρα και την οροσειρά του Ασπρομόντε της Καλαβρίας, ενώ η ελληνική γλώσσα κατά την
πρωτοχριστιανική περίοδο έγινε επίσημη γλώσσα της Θείας Λειτουργίας, χωρίς να υποβαθμίζεται από τη
λατινική.
Αργότερα οι Βυζαντινοί κατόρθωσαν να διατηρήσουν την κυριαρχία τους σε ορισμένα τμήματα της Κάτω
Ιταλίας (Καλαβρία, Οτράντο), ακόμη κι όταν έχασαν τη Σικελία από τους Άραβες (823 μ.Χ.). Πρωταρχικό
ρόλο σ’ αυτό έπαιξε το γεγονός ότι σε αυτά τα μέρη οι Βυζαντινοί βρήκαν πολλά και σημαντικά
κατάλοιπα ελληνικών πληθυσμών, οι οποίοι αποδέχθηκαν τη βυζαντινή κυριαρχία. Σ’ αυτούς
προστέθηκαν επίσης Βυζαντινοί πολιτικοί και στρατιωτικοί υπάλληλοι με τις οικογένειες τους, αλλά και οι
Έλληνες πρόσφυγες από το εξαρχάτο της Καρχηδόνας (Β. Αφρική) και από τη Σικελία, μετά την
κατάληψη τους από τους Άραβες. Εξάλλου, οι συχνές επιδρομές των Σαρακηνών πειρατών κατά τους
μεσαιωνικούς χρόνους συνέβαλαν στις μετακινήσεις πληθυσμών, όπως αποδεικνύουν και οι λαϊκές
παραδόσεις των ελληνοφώνων.
Από τον 5ο έως τον 11ο αιώνα μ.Χ. ο ελληνισμός της Κάτω Ιταλίας κατόρθωσε όχι μόνο να επιβιώσει,
αλλά κατά καιρούς να γνωρίσει μεγάλη ακμή λόγω των αλλεπάλληλων νέων εποικισμών από ελληνικούς
πληθυσμούς, οι οποίοι μετακινήθηκαν από τον ελλαδικό χώρο, την Κωνσταντινούπολη, τη Μ. Ασία και
τις βυζαντινές ανατολικές επαρχίες. Αιτίες υπήρξαν η δράση των μονοφυσιτών, επιδρομές αραβικών και
σλαβικών φύλων και θρησκευτικές έριδες με αποκορύφωμα τους διωγμούς της Εικονομαχίας (726 - 843
μ.Χ.), περίοδο κατά την οποία ένα πλήθος εικονόφιλων μοναχών, κληρικών αλλά και λαϊκών κατέφυγε
στις ελληνόφωνες περιοχές.
Η απώλεια των βυζαντινών εδαφών της Ιταλίας από τους Νορμανδούς στο τέλος του, 11ου αιώνα και
άλλες επιδρομές από τους Γάλλους, τους Ισπανούς κ.ά. προκάλεσαν την παρακμή του ελληνορθόδοξου
στοιχείου, με μόνη εξαίρεση τις περιοχές της Καλαβρίας και της Απουλίας, όπου οι κατακτητές
παραχώρησαν προνόμια στους Έλληνες, σχετικά με τις παραδόσεις και τη γλώσσα, για να τους κρατούν
σε ισορροπία μαζί με τους Λατίνους και τους Άραβες. Η ελληνική παρουσία ενισχύθηκε τον 12ο αιώνα με
15.000 Έλληνες τους οποίους μετέφερε ο Νορμανδός ηγεμόνας Ρογήρος Β’ για την ανάπτυξη της
σηροτρο φίας στην Καλαβρία και τη Σικελία. Η ελληνική γλώσσα, βέβαια, υπέστη μεγάλες προσμείξεις,
αλλά επιβίωσε βοηθούμενη από τον κλήρο και το ελληνικό θρησκευτικό τελετουργικό.
Η άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453) και η σταδιακή τουρκική κατάκτηση του ελλαδικού χώρου
προκάλεσαν ένα τελευταίο κύμα εποίκων προς την Κάτω Ιταλία και τη Σικελία, με αποτέλεσμα όχι μόνο
να διασωθεί το ελληνικό στοιχείο από την εξαφάνιση, αλλά να ενισχυθεί και να ακμάσει επί δύο ακόμη
αιώνες.
Δυστυχώς οι συνεχείς πιέσεις και παρεμβάσεις της Καθολικής Εκκλησίας και η σταδιακή υποχώρηση της
ελληνικής γλώσσας έναντι της ιταλικής επέφεραν την απομόνωση των ελληνικών πληθυσμών και την
τελική παρακμή τους στο τέλος του 16ου αιώνα. Οι κάτοικοι των ελληνόφωνων χωριών έχασαν τη
θρησκευτική τους αυτονομία και την Ορθοδοξία τους βίαια: στη μεν Καλαβρία με προδοσία (1574), στη
δε Απουλία μετά από δολοφονία (1621).
Ειδικότερα, στην Καλημέρα ο τελευταίος Έλληνας επίσκοπος δολοφονήθηκε από τους Λατίνους και κατά
συνέπεια η Εκκλησία περιήλθε από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως στον Λατίνο αρχιεπίσκοπο του
Οτράντο. Αντίστοιχα, στην Μπόβα (Καλαβρία) ο πρώτος ιερέας που δέχθηκε να λειτουργήσει στα
λατινικά, ο Salvatore Seviglia, αποκλήθηκε Giuda (προδότης). Οι Έλληνες όμως της Καλαβρίας δεν
έπαψαν να εκκλησιάζονται στα ελληνικά μέχρι τον 19ο αιώνα.


ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΤΟΥΣ
Το ορθόδοξο τυπικό στη θρησκεία των ελληνοφώνων μπορεί να ξεριζώθηκε μετά από διωγμούς πάσης
φύσεως, η γλώσσα τους όμως διατηρήθηκε πεισματικά μέσα από την προφορική παράδοση. Το 1802 ο
Άγγλος περιηγητής John Chetwode Eustace «ανακάλυψε» τα ελληνόφωνα χωριά της Καλαβρίας.
Αργότερα δημοσίευσε τις εντυπώσεις του, με στοιχεία της «περίεργης» διαλέκτου, ανακινώντας το
ζήτημα του ιδιώματος τους. Οι ίδιο οι ελληνόφωνοι, λόγω της απομόνωσης τους, δεν γνώριζαν την
ιδιαιτερότητα της γλώσσας και της καταγωγής τους, την οποία αντιλήφθηκαν μόνο μετά τις πρώτες
επισκέψεις επιστημόνων ερευνητών. Όταν το θέμα εξαπλώθηκε διεθνώς, άρχισε και η διατύπωση
ποικίλων θεωριών σχετικά με την καταγωγή τους, η βάση των οποίων είναι κυρίως γλωσσολογική,
εφόσον δεν υπάρχουν άλλα ιστορικά δεδομένα.
Το 1870 και το 1878 ο Ιταλός γλωσσολόγος Giuseppe Morosi δημοσίευσε δύο πολύ επιμελημένες μελέτες
σχετικά με την «γκρεκάνικη» διάλεκτο, όπου υποστηρίζει ότι το ιδίωμα είναι νεοελληνικό και ότι οι
ελληνόφωνοι της Απουλίας προέρχονται από Βυζαντινούς εποίκους του 9ου - 11ου αιώνα, ενώ της
Καλαβρίας από εποίκους του 11ου - 12ου αιώνα, στηριζόμενος στην παρατήρηση ότι από τον 4ο έως τον
9ο αιώνα υπάρχει ένα χάσμα της γραπτής παράδοσης στις περιοχές αυτές. Πρώτος ο Έλληνας
γλωσσολόγος Γ Χατζιδάκις, στις 11 Μαρτίου 1899, αντέκρουσε τη θεωρία αυτή υποστηρίζοντας τη
συνέχεια της γλώσσας στην Κάτω Ιταλία από την εποχή της Μεγάλης Ελλάδας μέχρι σήμερα.
Τη θεωρία του G. Morosi υποστηρίζουν οι γλωσσολόγοι Battisti, Alessio, Or. Parlangeli, H. Pernot, Ιακ.
Διζικιρλικης κ.ά., ενώ αυτή του Γ. Χατζιδάκι οι Gerhard Rohlfs (Γερμανός καθηγητής και ένθερμος
φιλέλληνας, ο οποίος έκανε την Κ. Ιταλία δεύτερη πατρίδα του πραγματοποιώντας επί 60 χρόνια
γλωσσολογικές έρευνες), Σταμ. Καρατζάς, Σ. Καψωμένος, Αγγ. Τσοπανάκης, Αναστ. Καραναστάσης κ.ά.
Οι ίδιοι οι κάτοικοι των ελληνόφωνων χωριών πιστεύουν ότι παρά τις προσμείξεις και τα νεώτερα
γλωσσικά δάνεια, ο βασικός πυρήνας τους αποτελείται από απογόνους των Ελλήνων της Μεγάλης
Ελλάδας του β’ αρχαιοελληνικού αποικισμού και ότι δεν έχουν σχέση με τους νεώτερους Έλληνες
πρόσφυγες «που τους χάλασαν τη γλώσσα», όπως υποστηρίζουν οι εντόπιοι «λόγιοι». Χρησιμοποιούν τη
λέξη Griko (γρήκος, λατιν. Graecus), η οποία δεν χρησιμοποιείται στην Ελλάδα και γράφουν τις ελληνικές
λέξεις με λατινικούς χαρακτήρες.
Πρέπει οπωσδήποτε να τονισθεί ότι αυτή η διάλεκτος αναπτύχθηκε και διατηρήθηκε μόνο με τον
προφορικό λόγο και επιβίωσε τόσους αιώνες εξαιτίας τις απομόνωσης των πληθυσμών αυτών. Μέχρι τον
Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρχε ελάχιστη επαφή και επικοινωνία με τα γειτονικά αστικά κέντρα, ενώ
επικρατούσε η ενδογαμία. Επί εποχής Μουσολίνι, ο οποίος ήθελε να εξαλείψει τις εθνικές μειονότητες
του ιταλικού κράτους, η φασιστική προπαγάνδα έπαιξε αρνητικό ρόλο.
Οι συνθήκες, όμως, άλλαξαν. Η φοίτηση στα ιταλικά σχολεία και η στρατιωτική θητεία είναι πλέον
υποχρεωτική, εφόσον παρά το παρελθόν τους οι κάτοικοι των περιοχών αυτών είναι Ιταλοί πολίτες. Οι
μετακινήσεις και οι επαφές με τον ιταλικό πληθυσμό - μέσα από την καθημερινή ζωή και την επιρροή των
Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας - είναι πλέον εύκολες και απαραίτητες, καθώς κοινωνική και η οικονομική
οργάνωση είναι τελείως διαφορετικές.
Έτσι, σήμερα ο κίνδυνος εξαφάνισης του γκρεκάνικου ιδιώματος είναι πια ολοφάνερος. Στα εννέα χωριά
της Καλαβρίας ζουν περίπου 20.000 κάτοικοι, από τους οποίους μόνο οι 4.000 - 4.500 καταλαβαίνουν και
πολύ λιγότεροι μιλούν τη γλώσσα, οι γεροντότεροι. Μόνο στο Γκαλλιτσανό των 200 περίπου κατοίκων η
γκρεκάνικη διάλεκτος ομιλείται ακόμη και από τα παιδιά. Στην Απουλία, όπου οι ελληνόφωνοι είναι
καλύτερα οργανωμένοι, η κατάσταση είναι σαφώς καλύτερη, αλλά παραμένει προβληματική (από τους
45.000 κατοίκους, 20.000 ομιλούν γκρεκάνικα).


Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΟΦΩΝΑ ΧΩΡΙΑ
Στην Καλαβρία τα χωριά είναι «σκαρφαλωμένα» στις άγριες πλαγιές του Ασπρομόντε, 70 χλμ.
νοτιοανατολικά του Ρηγίου, πρωτεύουσας του νομού. Παρουσιάζουν όλα τα χαρακτηριστικά των
κλειστών, απομονωμένων κοινωνιών: προβληματικό βιοτικό επίπεδο και, ως αναπόφευκτη συνέπεια,
μετανάστευση και εγκατάλειψη του τόπου, η οποία είναι εμφανέστατη σε κάθε βήμα του επισκέπτη. Εκεί
οι άνθρωποι ζουν στο πτωχότερο, ίσως, μέρος της Ευρώπης, με το χαμηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα
και ασχολούνται με την καλλιέργεια σιτηρών, αμπελιών και ελαιών. Ορισμένοι εξελίχθηκαν σε δημόσιους
υπαλλήλους (κυρίως στη δασική υπηρεσία), δασκάλους, ιατρούς και εμπόρους. Η κυριότερη όμως ελπίδα
για την παραμονή των νέων στην περιοχή είναι η ανάπτυξη του τουρισμού.
Στην Απουλία οι συνθήκες είναι σαφώς καλύτερες. Τα ελληνόφωνα χωριά βρίσκονται σε μια εύφορη
πεδιάδα γεμάτη από αμπέλια, οπωροφόρα, ελιές και φυτείες καπνού, με μικρές βιομηχανίες επεξεργασίας
ξύλου, κάρβουνου και οικοδομικών υλικών, μικρά εργοστάσια χειροτεχνίας και κεραμοποιίας, καθώς και
ένα καλό συγκοινωνιακό δίκτυο. Έτσι έχουν δημιουργήσει ευνοϊκές συνθήκες διαβίωσης και ένα βιοτικό
επίπεδο αρκετά υψηλό.
Κατά τις επαφές με τους ελληνόφωνους και των δύο περιοχών, είτε πρόκειται για απλούς βοσκούς και
αγρότες, είτε για δασκάλους και καθηγητές, όπως ο πρώην υπεύθυνος του Κέντρου Ελληνόφωνων
Σπουδών στη Bova Marina, Elio Cotronei, και ο σημερινός διάδοχος του Filippo Vidi, μπορεί κανείς να
διακρίνει καθαρά την αγωνία και τον προβληματισμό τους για τη συνεχή συρρίκνωση της γλώσσας τους
κατά τις τελευταίες δεκαετίες και την πορεία της στις αρχές του 21ου αιώνα.
Οι ενέργειες των Γκρεκάνων περιλαμβάνουν διαβήματα στις Αρχές, αδελφοποιήσεις με διάφορους δήμους
της Ελλάδας, εκτύπωση της πρώτης Γκρεκάνικης Γραμματικής, έκδοση μικρών εφημερίδων και
περιοδικών, εκκλήσεις σε ξένους οργανισμούς, δημιουργία πολιτιστικών συλλόγων με ελληνικό όνομα,
οργάνωση διεθνών συνεδρίων (ώστε να ανταλλαγούν απόψεις από τους ειδικούς επιστήμονες, όπως
γλωσσολόγους, λαογράφους, εθνολόγους, ιστορικούς, αρχαιολόγους κ.ά.), ακόμη και την έκδοση μιας
πλούσιας ποιητικής συλλογής Με περισσότερα από 100 ποιήματα 30 σύγχρονων ποιητών από τις περιοχές
αυτές, γεγονός το οποίο αποδεικνύει ότι η σύγχρονη ελληνόφωνη ποίηση της Κάτω Ιταλίας συνεχίζει τη
μεγάλη λυρική παράδοση της αρχαιότητας.
Ευτυχώς οι νεώτεροι ελληνόφωνοι μετά από μια περίοδο κατά την οποία αισθάνονταν κάπως μειονεκτικά
(π.χ. κατά τη δεκαετία του 1970 όλοι ήθελαν να ξεχάσουν όχι μόνο τη συγκεκριμένη αλλά όλες τις
διαλέκτους, καθώς η τάση που κυριαρχούσε ήταν ότι η γλώσσα που έπρεπε να μάθουν ήταν η αγγλική),
τελικά συνειδητοποιώντας τον γλωσσικό τους πλούτο, άρχισαν να αισθάνονται ξανά υπερήφανοι για την
καταγωγή, τη γλώσσα και τις παραδόσεις τους. Πάντως το ιταλικό κράτος, σκόπιμα ή όχι, αδρανεί.
Τουλάχιστον η απόφαση του ιταλικού κοινοβουλίου τον Απρίλιο του 1998 να αναγνωρίσει τα γκρεκάνικα
ως προστατευόμενη γλώσσα ήταν εξαιρετικά σημαντική για τη διάσωση της.
Το ελληνικό κράτος τα τελευταία χρόνια δείχνει ευτυχώς μια ευαισθησία για τη διατήρηση αυτού του
ιδιαίτερου ιδιώματος και έχουν εκπονηθεί εκπαιδευτικά προγράμματα κυρίως για τη διδασκαλία της
νεοελληνικής γλώσσας. Το πρόβλημα είναι ότι οι δάσκαλοι, οι οποίοι στάλθηκαν από την Ελλάδα
(σήμερα έξι στην Απουλία και τέσσερις στην Καλαβρία), διδάσκουν τα παιδιά κυρίως νέο ελληνικά, ενώ
το μάθημα πρέπει να γίνεται και στο ελληνόφωνο ιδίωμα, ώστε να διασωθεί. Στο Πανεπιστήμιο του Λέτσε
υπάρχει εκτός από την έδρα Ελληνικής Φιλολογίας και Τμήμα για τα γκρίκο, ώστε οι διδάσκοντες να
γνωρίζουν και τις δύο γλώσσες.
Εκτός από τη γλώσσα, ένα άλλο στοιχείο, το οποίο αξίζει μελέτης, είναι η νοσταλγική μουσική τους. Ο
ρυθμός των τραγουδιών τους είναι είτε γρήγορος και εορταστικός είτε αργός και κατανυκτικός. Οι
ελληνόφωνοι έχουν παραμύθια, μύθους, ιστορίες, μοιρολόγια, αφηγήματα σαν γνήσιοι Έλληνες, αλλά
διακρίνονται ιδιαίτερα στο τραγούδι. Είναι φιλόξενοι, υπερήφανοι, ευγενικοί και η καλλιτεχνία τους είναι
έμφυτη. Το κυρίαρχο στοιχείο, το οποίο τους συνδέει όλους, είναι ο δεσμός με την οικογένεια, ο σεβασμός
στα μέλη της και ειδικά στους γεροντότερους. Ο έρωτας και η κτητικότητα, η οποία τον συνοδεύει,
συνδέει τους ανθρώπους για όλη τη ζωή τους. Και, βέβαια, ενώ τη γυναίκα την χαρακτηρίζει το
ενδιαφέρον για την οικογένεια και η καλοσύνη, τον άντρα τον χαρακτηρίζει περισσότερο από όλα η τιμή.


ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Οι γλωσσικές μειονότητες στην Ευρώπη έχουν καταμετρηθεί και είναι περίπου 60. Συνήθως βρίσκονται
κοντά στα σύνορα κρατών. Οι γκρεκάνοι της Κάτω Ιταλίας αποτελούν ένα σπάνιο παράδειγμα επιβίωσης
του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Είναι Ιταλοί πολίτες, οι οποίοι αγωνίζονται να διατηρήσουν τις ρίζες
τους με την αρχαία Ελλάδα και τον ελληνισμό, συνδέοντας πολιτισμικά τις δύο χώρες.
Από μια ιδιοτροπία της Ιστορίας και της γεωγραφίας στην καρδιά της πάλαι ποτέ Μεγάλης Ελλάδας
απέμειναν δύο ελληνόφωνες νησίδες. Μοναδικός θησαυρός τους είναι η γλώσσα τους. Αν χάσουν την
ιδιαίτερη αυτή διάλεκτο και αρχίσουν να ομιλούν τη νεοελληνική θα αποτελέσουν ένα τουριστικό
αξιοθέατο στην Κάτω Ιταλία, χωρίς ρίζες, ιστορία, παρελθόν και μέλλον. Η ύπαρξη, όμως, των
ελληνόφωνων χωριών δεν είναι ένας μύθος για τουριστική εκμετάλλευση.
Αλλά οι τοπικοί παράγοντες και οι ελληνόφωνοι δεν είναι απαισιόδοξοι. Η σκληρή πραγματικότητα των
αριθμών δεν σημαίνει για τους ίδιους ότι η γλώσσα και η συνείδηση τους πεθαίνουν, εφόσον όλο και
περισσότεροι νέοι δείχνουν ενδιαφέρον για τη γλώσσα των προγόνων τους.
Για μας οι περιοχές αυτές δεν αποτελούν απλώς μια ανάμνηση, ένα απέραντο μουσείο, γιατί μουσείο είναι
η ληξιαρχική πράξη θανάτου ενός πολιτισμού. Ας ελπίσουμε ότι η κατάσταση στα ελληνόφωνα χωριά της
Κάτω Ιταλίας θα καταστεί αναστρέψιμη, ότι θα καταφέρουν για μια ακόμη φορά να διασώσουν την
παραδοσιακή τους διάλεκτο και την Ορθόδοξη παρουσία εκεί και ότι θα παραμείνουν κατά τον 21ο αιώνα
ζωντανά μνημεία του σπουδαίου ιστορικού τους παρελθόντος και μοναδικές στον κόσμο οάσεις
αρχαιοελληνικών γλωσσικών επιβιώσεων.


Επιμέλεια: Πεντότα Αλέξης

Ελληνόφωνα χωριά της κάτω Ιταλίας


Ελληνόφωνα χωριά της κάτω Ιταλίας
Οι δυο νησίδες: Καλαβρία και Απουλία (νουκλεο γκρεκανικο)

 
Η κοινωνιογλωσσική κατάσταση των κατωιταλικών διαλέκτων δεν είναι η ίδια ακριβώς στις δύο 
νησίδες. ο αριθμός των ελληνόφωνων σήμερα είναι πολύ μικρός (περίπου 500 άτομα). Ακόμη και 
αυτοί οι ομιλητές χρησιμοποιούν την ελληνική διάλεκτο ως δεύτερη γλώσσα, ενώ ως πρώτη 
γλώσσα έχουν μια τοπική ρομανική διάλεκτο («calabrese» ή «dialetto», όπως την αποκαλούν οι ντόπιοι),
η οποία χρησιμοποιείται για την καθημερινή επικοινωνία στην περιοχή. Η ελληνική διάλεκτος 
θεωρείται πλεονάζων ξενόγλωσσος μειονοτικός κώδικας, καθώς δεν υπάρχουν επικοινωνιακές 
περιστάσεις που να απαιτούν τη χρήση της. Δεν διαθέτει κύρος, ώστε να μπορεί να συμβάλει στην 
κοινωνική άνοδο των ομιλητών της, αντιθέτως οι ομιλητές της συχνά εμφανίζουν συμπεριφορές
αυτο-υποτίμησης και αυτολογοκρισίας.

Λειτουργιες
Αξιοσημείωτο είναι ότι η ελληνική διάλεκτος της Καλαβρίας χρησιμοποιείται για να μην γίνονται 
αντιληπτοί οι ομιλητές της από «ξένους» (κρυπτολαλική λειτουργία) ή/και σε ανεπίσημο οικογενειακό 
πλαίσιο ως παιχνίδι ή αστείο. Τέλος, διαθέτει συμβολική λειτουργία, αποτελεί δηλαδή σύμβολο
ταυτότητας και αλληλεγγύης μεταξύ των ομιλητών της .
Όσον αφορά τη δεύτερη γλωσσική νησίδα, η κατάσταση ενδεχομένως να δείχνει πιο «ανθεκτική» 
στον χρόνο και στις κοινωνικές και γεωγραφικές συνθήκες, χωρίς όμως να διαφαίνεται κάποια 
ουσιαστική διαφορά όσον αφορά το μέλλον της διαλέκτου. Η grico δέχεται ιδιαίτερα έντονες επιρροές
από την τοπική σαλεντινική διάλεκτο, με αποτέλεσμα το γλωσσικό της σύστημα να είναι εξαιρετικά
ασταθές και τελικά να τείνει να υποκατασταθεί από αυτό της σαλεντικής. Ενδεχομένως μάλιστα να 
μπορούμε να μιλάμε για κρεολοποίηση της grico. Ωστόσο, εκδηλώνεται ζωηρό ενδιαφέρον στην 
περιοχή (κυρίως από τους νέους) για τη διδασκαλία της ελληνικής διαλέκτου στο σχολείο, τη 
συλλογή γλωσσικού υλικού, την προβολή της μέσω του τουρισμού και γενικά την αναβίωση και τη 
διαφύλαξή της. Γίνονται δηλαδή προσπάθειες για την αύξηση του κοινωνικού γοήτρου της

Δυο διαφορετικες αποψεις
Όσον αφορά την παρουσία της ελληνικής γλώσσας στις περιοχές αυτές, έχουν διατυπωθεί δύο 
διαφορετικές θεωρίες . Σύμφωνα με την πρώτη από αυτές, τα ελληνικά της περιοχής χρονολογούνται
κατά τη βυζαντινή εποχή, όταν έλληνες από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία (προερχόμενοι από την 
Πελοπόννησο, την Ήπειρο, τη Στερεά Ελλάδα, την Εύβοια και τον Πόντο) εγκαταστάθηκαν στην νότια
Ιταλία. Η δεύτερη θεωρία προτείνει ότι οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί των περιοχών αυτών κατάγονται
από τους αρχαίους έλληνες αποίκους, οι οποίοι ενισχύθηκαν με έλληνες μοναχούς κατά τα χρόνια
της βυζαντινής κατοχής της νότιας Ιταλίας, καθώς και με έλληνες πρόσφυγες και εξόριστους 
αργότερα. Χάρη στη δεύτερη θεωρία μπορούν να ερμηνευθούν οι έντονοι δωρισμοί στις διαλέκτους
αυτές.


Η μουσικη της κατω Ιταλιας
Τα πιο σημαντικα συγκροτήματα είναι : Cumelca, Ghetonia , Encardia , Canzionere Grecanico Salentino
Είναι τα πιο γνωστά, πλέον, συγκροτήματα που βοήθησαν στη διάσωση της γκεκάνικης γλώσσας αλλά 
και της μουσικής. Κύριο χαρακτηριστικό της μουσικής αυτής είναι ένα σχέδιο βύθισης του ακροατή 
σε ένα πλούσιο πολιτισμό μυρωδιών, παραδόσεων, ήχων και χρωμάτων όπου η μελωδία είναι  ο
πρωταγωνιστής. 
Τραγουδάνε για την ζωή των αγροτών, για τα υπαίθρια τοπία και φυσικά για τη θάλασσα.

Κύριος σκοπός τους είναι να διασώσουν την γλώσσα Griko (γκρεκάνικα).

 
Η αγάπη του κόσμου για τη μουσική της Κάτω 
Ιταλίας φαίνεται από τον τρόπο που περιγράφουν
τη μουσική.
" Όταν ακούς μουσική της Κάτω Ιταλίας είναι 
αρκετά δύσκολο να καθήσεις στην καρέκλα. 
Τα πόδια ηλεκτρίζονται, τα χέρια ( άθελά τους 
σχεδόν) χτυπούν παλαμάκια, ενώ ο διονυσιακός 
ρυθμός της ταραντέλας σε στέλνει νοητά στο 
κέντρο μιας πλατείας, ανάμεσα σε ένα πλήθος 
που ξεφαντώνει. Τι κι αν δεν έχεις πάει ποτέ 
σ'εκείνα τα μέρη της Grecia Salentina στην 
Κάτω Ιταλία, όπου η φύση μοιάζει με τη δική
μας και τα χωριά είναι επιρρεπή στις γιορτές ... Ο διονυσιακός των σωμάτων που χορεύουν, 
ο ήχος των οργάνων ( κυρίως ταμπορέλο και οργκανέτο), ακόμη και ο ήχος της διαλέκτου τους είναι 
απόλυτα οικεία, κάτι σαν γιορτή σε διπλανό σπίτι, που ξέρεις ότι με λίγη προσπάθεια μπορείς 
να ενσωματωθείς κι εσύ. " 

Ιστορία
Η νεότερη ιστορία των Ελληνοφώνων της Καλαβρίας είναι μια ιστορία καταπιέσεων, διωγμών, 
καταφρόνησης και ένδειας. Οι ελληνόφωνοι χωρικοί, οι πιο φτωχοί ανάμεσα στους πιο φτωχούς, 
περιφρονημένοι ως μέλη μιας μειονότητας εγκαταλείφθηκαν στην οικονομική καθυστέρηση 
και στον αναλφαβητισμό, με μόνο μέσο επικοινωνίας με το γύρω κόσμο την ελληνική τους 
γλώσσα, που μεταδιδόταν από γενιά σε γενιά προφορικά.
Ένα άλλο βαρύ πλήγμα υπέστη η ελληνική γλώσσα των Ελληνοφώνων στη διάρκεια του ιταλικού 
φασισμού (1922-1942), όταν απαγορεύτηκαν οι διάλεκτοι σ' όλη την Ιταλία και επιβλήθηκε η κοινή 
ιταλική της Τοσκάνης. Στους Ελληνόφωνους έλεγαν ότι έπρεπε να ντρέπονται για το ακατάληπτο ιδίωμά
τους.
Από τα τέλη της δεκαετίας του '60 άρχισε να αναπτύσσεται ανάμεσα στους Έλληνες της Καλαβρίας μια
έντονη συνείδηση της πολιτιστικής αξίας και της ιστορικής σημασίας της γλώσσας τους.

Προσπάθειες διατήρησης της γλώσσας
1.Οι σύλλογοι ανέπτυξαν σημαντική δραστηριότητα και αγωνίζονται για τη διατήρηση της 
παραδοσιακής παιδείας των ελληνοφώνων στην Καλαβρία και για την ευαισθητοποίηση της κοινής 
γνώμης, τόσο στην Ιταλία όσο και στην Ελλάδα, για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ελληνική 
μειονότητα. 
2. άρχισαν να εκδίδονται εφημερίδες και περιοδικά ενώ γράφτηκαν και βιβλία. 

Επίσης διοργανώθηκαν μαθήματα λογοτεχνίας, ιδρύθηκε στην Μπόβα Μαρίνα αγροτοποιμενικό μουσείο, 
κυκλοφόρησαν δίσκοι με παραδοσιακή μουσική και τραγούδια σύγχρονων ελληνοκαλαβρών συνθετών 
και στιχουργών, τυπώθηκαν ημερολόγια στο γραικό, ενώ από το 1985 διοργανώνεται στη Χώρα 
ετήσιος διαγωνισμός στην ελληνοκαλαβρέζικη ποίηση.

Οι προσπάθειες άρχισαν να αποδίδουν καρπούς. Το ιταλικό κράτος και η ΕΟΚ αναγνώρισαν την 
ελληνόφωνη μειονότητα. Η περιοχή όπου μιλιούνται ακόμα τα ελληνικά της Καλαβρίας, 
οριοθετήθηκε και στην είσοδο κάθε ελληνόφωνου χωριού στήθηκαν ταμπέλες με την επιγραφή 
«Ελληνόφωνοι της Καλαβρίας». Η επίσημη αυτή αναγνώριση της ταυτότητάς τους συνετέλεσε 
στο να ξεπεράσουν οι Ελληνόφωνοι το σύμπλεγμα της κατωτερότητας που τους κατάτρεχε τα 
περασμένα χρόνια.

Δυστυχώς όμως σήμερα, στα περισσότερα χαρακτηριζόμενα ως ελληνόφωνα χωριά αυτοί που μιλούν 
πραγματικά το γραίκο έχουν καταντήσει μειοψηφία κι ακόμα και αυτοί που το μιλούν, 
οι γεροντότεροι συνήθως, στη μεταξύ τους συνομιλία χρησιμοποιούν πιο συχνά την καλαβρέζικη 
(ιταλική) διάλεκτο.


Επιμέλεια: Κρέσπα Τζένη- Βλάχος Γιάννης


Μεγάλη Ελλάδα - Φιλοσοφούμεν γνησίως τε και ικανώς

Ο χαρακτηρισμός «Μεγάλη» δεν προσδιορίζει τόσο την γεωγραφική έκταση, όσο το μέγεθος της
αναγνώρισης που έδειχνε ο αρχαίος κόσμος αφενός στον πολιτισμό που ανέπτυξαν οι φιλόσοφοι,
οι καλλιτέχνες, οι επιστήμονες στα ελληνικά κέντρα και αφετέρου στην οικονομική και πολιτική ισχύ
που κατάφεραν να αποκτήσουν. Η φιλοσοφία στην Κάτω Ιταλία και τη Σικελία είχε κυρίως μεταφυσική κατεύθυνση.
Εξαίρεση αποτελεί ο Εμπεδοκλής, ο οποίος αφοσιώθηκε στη μελέτη της φύσης, αν και το έργο του
έχει επίσης θρησκευτικές και μεταφυσικές διαστάσεις. Γενικά, στην νότια Ιταλία και Σικελία
μαρτυρούνται πολλές μυστικιστικές τελετουργίες που συνδέονται με τη λατρεία χθόνιων θεοτήτων.

Οι κυριότεροι από τους φιλοσόφους της Μεγάλης Ελλάδας ήταν:

 ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ


Πέρασε τη ζωή του με υποδειγματική αφοσίωση στον θεωρητικό στοχασμό, με αποτέλεσμα 
κατά την αρχαιότητα η έκφραση «παρμενίδειος βίος» να υποδηλώνει πρότυπο ζωής και 
δημιουργικότητας.
Κεντρική ιδέα της φιλοσοφίας του αποτελεί το αξίωμα ότι μόνο το ον υπάρχει
ενώ το μη ον δεν μπορούμε να το συλλάβουμε νοητικά. Πίστευε πως 
όλα όσα υπάρχουν υπήρχαν από πάντα. 
Τίποτα δεν μπορεί να γεννηθεί από το τίποτα, έλεγε, και όσα υπάρχουν δεν 
μπορεί να εξαφανιστούν και να χαθούν μια για πάντα, αλλά είναι άφθαρτα, 
αδιαίρετα, ακίνητα, ολοκληρωμένα και αντιληπτά μόνο με τη νόηση.

Οι αισθήσεις, κατά τον Παρμενίδη, είναι πηγή πλάνης. 
Μας δίνουν μια λαθεμένη εικόνα του κόσμου, μια εικόνα που δεν ταιριάζει 
σε όσα μας λέει η λογική μας.

Με λίγα λόγια ο Παρμενίδης λέει: 
α) ότι τίποτα δεν μπορεί ν’ αλλάξει 
και
β) ότι, επομένως, οι εντυπώσεις που φτάνουν ως εμάς μέσω των αισθήσεών μας θα 
πρέπει να είναι λανθασμένες.

ΕΜΠΕΔΟΚΛΗΣ 

Η πρωτοφανής ικανότητα που είχε ο Εμπεδοκλής ήταν να συνδυάζει τη φιλοσοφία με την επιστήμη 
και το μύθο με τη μαγεία.
Ο Εμπεδοκλής πίστευε πως η φύση διέθετε τέσσερα πρωταρχικά στοιχεία 
ή «ρίζες», όπως ο ίδιος τα ονόμαζε. Οι τέσσερις αυτές ρίζες κατά τη γνώμη του
ήταν η γη, το νερό, ο αέρας και η φωτιά. Επομένως, όλες οι μεταβολές 
στη φύση συμβαίνουν, επειδή τα τέσσερα πρωταρχικά στοιχεία ενώνονται και 
χωρίζουν πάλι για να ενωθούν με διαφορετικό τρόπο.
Στην ουσία τίποτα δεν αλλάζει.
Ο Εμπεδοκλής πίστευε ότι στη φύση δρουν οι δυνάμεις Φιλότητα και Νείκος, 
δηλαδή αγάπη και διαμάχη αντίστοιχα. Η μεν ενώνει τα στοιχεία, η δε τα 
διαχωρίζει και πάλι.

Η «ζωογονία» του Εμπεδοκλή:
Στο πρώτο στάδιο, η Γη γεννά μεμονωμένα μέλη του σώματος των ζώων. 
Στο δεύτερο στάδιο, αυτά τα μέλη ενώνονται και σχηματίζουν τερατώδεις μορφές, 
οι οποίες στο επόμενο στάδιο παραχωρούν τη θέση τους σε νέους τύπους.


ΠΥΘΑΓΟΡΑΣ


Η επίδραση που είχε η φιλοσοφία του Πυθαγόρα στον ευρύτερο ελληνικό κόσμο ήταν τεράστια.
Ο Πυθαγόρας, το αρχέτυπο του φιλοσόφου για πολλούς παλαιούς 
και νεότερους μελετητές, δεν άφησε γραπτά κείμενα. Το κενό αυτό 
καλύπτεται(;) από πλήθος ψευδεπίγραφων έργων. Με βάση τις σχετικά 
αξιόπιστες αναφορές στο έργο του και στη δράση του, ορισμένοι 
μελετητές υποστηρίζουν ότι ήταν περισσότερο χαρισματικός 
θρησκευτικός μεταρρυθμιστής και ηγέτης, παρά φιλόσοφος.
Οι Πυθαγόριοι, δηλαδή οι οπαδοί του Πυθαγόρα, πίστευαν ότι η αληθινή 
πηγή της σοφίας είναι η τετρακτύς, οι τέσσερις πρώτοι αριθμοί, 
που συνδέονται μεταξύ τους με πολλές διαφορετικές σχέσεις. 
Η σύνδεση αριθμών και μουσικής, εξάλλου, οδήγησε τον Πυθαγόρα στην αντίληψή του για την 
παγκόσμια αρμονία.
Παρόλο που του αποδίδεται το θεώρημα που φέρει το όνομά του (Πυθαγόρειο θεώρημα), 
τα επιτεύγματα της σχολής του στο πεδίο των μαθηματικών παραμένουν ασαφή.


ΖΗΝΩΝ


Ο Ζήνων ασχολήθηκε με τα θεμελιώδη προβλήματα της φιλοσοφίας, που
σχετίζονται με το χώρο, το χρόνο, την κίνηση και το είναι, προτείνοντας 
λύσεις που ακόμη και σήμερα προκαλούν έντονες αντιπαραθέσεις.
Η επίδραση της σκέψης του Ζήνωνα υπήρξε τεράστια κατά την αρχαιότητα
και όχι μόνο.
Οι δύο βασικές του ιδέες ήταν:
Α) ότι δεν υπάρχουν πολλά πράγματα αλλά ποσότητες αποτελούμενες 
από πολλά ένα  
και 
Β) ότι δεν υπάρχει κίνηση. Κίνηση δεν υπάρχει γιατί προϋποθέτει κενό χώρο. Επομένως, καθετί κινούμενο θα κινούταν αναγκαστικά προς ένα χώρο κατειλημμένο, πράγμα αδύνατο.


ΦΙΛΟΚΛΗΣ

Είναι ο κορυφαίος πυθαγόρειος φιλόσοφος του 5ου αι. π.Χ.
Στον Φιλόλαο αποδίδεται, με σχετική σιγουριά, η σύλληψη του Ορίου και του Απείρου, 
καθώς και της μεταξύ τους αρμονίας

Επιμελεια: Ζιαζοπούλου Γεωργία



ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ


Ha trascorso la sua vita con esemplare dedizione alla riflessione teorica, in modo
nell'antichità il termine "vita parmenideios" è  usata per indicare un tenore di vita e della
creatività.

 
L'idea centrale della sua filosofia è il presupposto che c'è  solo di ''essere'',
mentre il non-essere non può comprendere intellettualmente. Credeva che
tutto quello chec'è sè empre esistito.
Nulla può nascere dal nulla, ha detto, quelli che  tutti che ci sono non
possono scomparire o essere perduti per sempre, ma sono indistruttibili,
indivisibili, immobiliari, integrati e visibili solo con l'intelletto.




I sensi, secondo Parmenide, è una fonte di errore.
Ci danno una falsa immagine del mondo, un'immagine che non e stessa
a ciò che la nostra logica ci dice.



Tutto sommato,  Parmenide dice:
a) che nulla può essere cambiato
e
b) che, pertanto, le impressioni che ci giungono attraverso i sensi
sono false.

EMPEDOKLIS

 
La capacità senza precedenta che aveva Empedocle era unire la filosofia con la scienza e il mito con la magia
Empedocle credeva che la natura aveva quattro elementi primari
o "radici", come lo chiamava lui.Questi quattro radici secondo Empedokle,
erano la terra, l'acqua, l'aria e il  fuoco. Pertanto, tutte le modifiche
naturalmente ci succedono, perché i quattro elementi primari si uniscono e
dividere per combinare di nuovo  in un modo diverso.



Il 'animato' di Empedocle: Nella prima fase, la Terra crea parti del corpo degli animali. Nella seconda fase, questi membri si uniscono e formano una forma mostruosa che nella prossima fase lasciano il loro posti a nuovi tipi.
In realta non cambia nulla. Empedocle credeva che nella natura ci sono due forze, Filotita e  Neikos, quelli sonol'amore e il conflitto, rispettivamente. Mentre Filotita combina i elementi,Neikossepara gli di nuovo.

PITAGORA

L'effetto della filosofia di Pitagora sullo resto  mondo greco era enorme.

  Pitagora, l'archetipo del  filosofo per molti

 studiosi,non ha lasciato testi scritti.
Alcuni
studiosi dicono che lui era un più carismatico

leader riformatore e religiose, piuttosto che un filosofo.
 I Pitagorii, i seguaci di Pitagora, credevano che la vera

fonte di saggezza è Tetractys, i primi quattro numeri,

collegati con molte diverse relazioni. (mondi).

La conessione di  numeri e della  musica faceva Pitagora parlare  dell'

armonia globale.


ZENON
Zeno si ha occupato con i  problemi fondamentali della filosofia, (spazio, tempo, movimento ).
L'influenza del pensiero di Zenone il suo è stata enorme.